Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

это дело -ое

  • 1 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 2 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 3 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 4 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 5 вкус

    вкус
    м
    1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:
    приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·
    2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:
    плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·
    3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:
    \вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·
    4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:
    это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вкус

  • 6 виданный

    виданн||ый
    прил:
    \виданныйое ли это дело? πού ξανακούστηκε;

    Русско-новогреческий словарь > виданный

  • 7 долго

    долго
    нареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:
    это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει.

    Русско-новогреческий словарь > долго

  • 8 конченный

    конченный
    прил разг τελειωμένος:
    это дело \конченныйое αὐτή ἡ ὑπόθεση εἶναι τελειωμένη· ◊ \конченный человек ὁ χαμένος (άνθρωπος).

    Русско-новогреческий словарь > конченный

  • 9 мыслнмый

    мыслнм||ый
    1. прич. νοητός, δυνατός·
    2. прил (возможный) ἐνδεχόμενος, μπο-ρετός:
    \мыслнмый слу́чай ἡ ἐνδεχομένη περίπτωση· ◊ \мыслнмыйое ли это дело? разг εἶναι ποτέ δυνατό τέτοιο πράγμα;

    Русско-новогреческий словарь > мыслнмый

  • 10 нажнвной

    нажнвн||ой
    прил:
    это дело \нажнвнойо́е разг αὐτό εἶναι πράγμα πού ἀποχτιέται.

    Русско-новогреческий словарь > нажнвной

  • 11 немудреный

    немудрен||ый
    прил разг ἀπλός, ἀπ-λοῦς, εὐκολος:
    это дело \немудреныйое αὐτή ἡ δουλειά εἶναι ἀπλή· человек он был \немудреный ήταν ἀπλός ἄνθρωπος·

    Русско-новогреческий словарь > немудреный

  • 12 нешуточный

    нешу́точн||ый
    прил разг σοβαρός:
    это дело \нешуточныйое αὐτή ἡ ὑπόθεση εἶναι σοβαρή, δέν εἶναι γιά χωρατά.

    Русско-новогреческий словарь > нешуточный

  • 13 подсудный

    подсу́дн||ый
    прил:
    быть \подсудныйым кому́-л. ὑπάγομαι (или ὑπόκειμαι) ἐΙς τήν δικαιο-δοσίαν это дело \подсудныйое αὐτό σηκώνει δικαστήριο.

    Русско-новогреческий словарь > подсудный

  • 14 порядок

    поря́д||ок
    м
    1. ἡ τάξη [-ις]:
    образцовый \порядок ἡ παραδειγματική τάξις· нарушитель \порядокка ὁ παραβάτης, ὁ ταραξίας, ὁ ταραχοποιός· приводить в \порядок τακτοποιώ! βάζω σέ τάξη· приводить себя в -. σιάχνομαι, σιγυρίζομαι· призывать к \порядокку ἀνακαλώ είς τήν τάξιν
    2. (последователь, ность) ἡ σειρά, ἡ συνέχεια:
    алфави́тный \порядок ἡ ἀλφαβητική σειρά· по \порядокку κατα σειράν, μέ τή σειρά, διαδοχικά, διαδοχν κῶς·
    3. (способ) ὁ κανονισμός:
    \порядок выборов ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών в \порядокщ контроля σάν ϊλεγχο· в \порядокке обсуждения ὡς θέμα προς συζήτησιν в спешном \порядокке γρήγορα, βιαστικά·
    4. (строй, си, стема) ἡ τάξις, ὁ σχηματισμός, ἡ δια-τάξις:
    при старом \порядокке στό παλαιό[ν] καθεστώς·
    5. (обычай) οἱ συνήθειες, τό ἔθιμα (τά ήθη καί ἔθιμα)· ◊ боевой \порядок ὁ σχηματισμός μάχης· \порядок дия ἡ ἡμερησία διάταξις' все в \порядокке ὅλα εἶναι ἐν τάξει, ὅλα πανε καλά· тут что-то не ι \порядокке κάπου κουτσαίνει ἡ ὑπόθεση· д£лс идет своим \порядокком ἡ ὑπόθεσις (ή δουλειά) ἀκολουθεῖ τόν δρόμο της· это дело совершенно ино́го \порядокка αὐτή ἡ ὑπόθεσι εἶναι ἐντελώς διαφορετική· в \порядокке вещей συνειθισμένο πρᾶγμα

    Русско-новогреческий словарь > порядок

  • 15 предоставить

    предостав||ить
    сов см. предоставлять· \предоставитььте решить это дело ему́ самому́ ἀφήστε νά τό λύσει ὁ ἰδιος αὐτό τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > предоставить

  • 16 путать

    путать
    несов
    1. (нитки и т. п.) μπλεκω, ἀνακατώνω, περιπλέκω·
    2. (сбивать с толку) μπερδεύω, σαστίζω (μετ.)·
    3. (смешивать) συγχέω, μπερδεύω:
    \путать разные понятия συγχέω διαφορετικές ἔννοιες·
    4. (вмешивать, вовлекать) разг ἀνακατώνω, μπλεκω, μπερδεύω, ἐμπλεκα»:
    не пу́тайте меня в это дело! μή μέ μπερδεύετε σ' αὐτή τήν ὑπόθεση!.

    Русско-новогреческий словарь > путать

  • 17 сопряженный

    сопряж||енный
    1. прич. от сопрягать·
    2. прил (с чем-л.) συνδεδεμένος:
    это дело \сопряженныйено́ с затруднениями ἡ ὑπόθεση αὐτή συνεπάγεται (или συνεπιφέρει) πολλές δυσκολίες·
    3. прил мат, физ. συζυγής.

    Русско-новогреческий словарь > сопряженный

  • 18 темный

    темн||ый
    прил
    1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):
    \темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·
    2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:
    \темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·
    3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:
    \темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·
    4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα

    Русско-новогреческий словарь > темный

  • 19 хозяйский

    хозяй||ский
    прил τοῦ νοικοκύρη:
    \хозяйскийский глаз τό μάτι τοῦ νοικοκύρη· ◊ это дело \хозяйскийское αὐτό ἐξαρτάται ἀπό σᾶς.

    Русско-новогреческий словарь > хозяйский

  • 20 шуточный

    шу́точн||ый
    прил
    1. (комический) κωμικός, σατιρικός:
    \шуточныйое стихотворение σατιρικό ποίημα·
    2. '(пустяковый):
    это дело не \шуточныйое αὐτό δέν εἶναι παίξε γέλασε, αὐτό δέν εἶναι παιγνίδι.

    Русско-новогреческий словарь > шуточный

См. также в других словарях:

  • Это дело — ЭТО ДЕЛО. 1. Разг. Экспрес. О чём либо серьёзном, стоящем. Айда со мной! В Сибири, брат, грамотному очень просто, там грамота козырь! Я соглашался, и Ардальон победительно кричал: Ну, вот! Это дело, а не шутки (М. Горький. В людях). Ремонт… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • это дело времени — не скоро, это дело будущего Словарь русских синонимов. это дело времени нареч, кол во синонимов: 2 • не скоро (12) • …   Словарь синонимов

  • это дело будущего — нареч, кол во синонимов: 2 • не скоро (12) • это дело времени (2) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • Это дело не сапог: с ноги не скинешь. — Это дело не сапог: с ноги не скинешь. См. ГОРЕ БЕДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Это дело на зубу. — (прочно, твердо, надежно). См. ТОЛК БЕСТОЛОЧЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Это дело пустое. — см. Это плевое дело …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Это дело десятое. — см. Это особь статья …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • виданное ли это дело — кошмар, безобразно, возмутительно, взгляни, как нехорошо, взгляните, как нехорошо, где это видано, видал, видали, виданное ли дело, полюбуйся, полюбуйтесь, удивительно, ужас Словарь русских синонимов. виданное ли это дело нареч, кол во синонимов …   Словарь синонимов

  • Виданное ли это дело — Разг. Экспрес. Возможно ли такое? О чём либо необычном. А это на что похоже, что вчера только восемь фунтов пшена отпустила, опять спрашивают… Ну виданное ли это дело восемь фунтов? (Л. Н. Толстой. Детство). Да куда мы заехали, прибавил Михеич… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Ты все пела? это дело: Так поди же попляши! — Цитата из басни И.А. Крылова Стрекоза и Муравей (1808). Выражение это употребляется как упрек беззаботному человеку. Словарь крылатых слов. Plutex. 2004 …   Словарь крылатых слов и выражений

  • вот это дело — нареч, кол во синонимов: 2 • вот это я понимаю (2) • зачетно (22) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»